- σινολόγος
- ο китаевед, синолог
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
σινολόγος — ο, η, Ν επιστήμονας ειδικός στη σινολογία* [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. sinologue < Σίνες «Κινέζοι» + λόγος*] … Dictionary of Greek
σινολόγος, ο — η επιστήμονας που ασχολείται με τη σινολογία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σινολογία — η, Ν η επιστήμη που ασχολείται με την έρευνα και με τη μελέτη τής ιστορίας και τού πολιτισμού τής Κίνας. [ΕΤΥΜΟΛ. < σινολόγος. Η λ. είναι αντιδάνεια, πρβλ. γαλλ. sinologie, και μαρτυρείται από το 1891 στην εφημερίδα Χώρα] … Dictionary of Greek
Καφάροφ, Πιοτρ Ιβάνοβιτς — (1817 – 1878). Ρώσος σινολόγος. Σπούδασε στην ιερατική σχολή του Καζάν και μετά στη θεολογική ακαδημία της Μόσχας. Το 1840, ως μέλος θρησκευτικής αποστολής, έφτασε στο Πεκίνο και έμεινε εκεί συνολικά 38 χρόνια. Αφοσιώθηκε κυρίως στη μελέτη της… … Dictionary of Greek
Ρεμιζά, Zαν Πιέρ Aμπέλ — (Remusat, 1788 – 1832). Γάλλος σινολόγος. Το 1814 διορίστηκε καθηγητής της κινεζικής γλώσσας στο Κολέγιο της Γαλλίας. Το 1815 έγινε μέλος της Επιγραφικής Ακαδημίας και το 1824 διορίστηκε συντηρητής των ανατολικών χειρογράφων της Βασιλικής… … Dictionary of Greek
Ρίτσι, Ματέο — (Ricci, Ματσεράτα 1552 – Πεκίνο 1610). Ιταλός ιεραπόστολος και σινολόγος. Το 1571 προσχώρησε στο μοναχικό τάγμα των Ιησουιτών και το 1577 εκλήθη στις Ανατολικές Ινδίες και στη Γκόα, όπου χειροτονήθηκε ιερέας και τελείωσε τις θεολογικές του… … Dictionary of Greek
Σαβάν, Εδουάρδος — (Chavannes). Γάλλος σινολόγος (1865 1918). Διατέλεσε καθηγητής στο Κολέγιο της Γαλλίας και ασχολήθηκε κυρίως με την ιστορία και την αρχαιολογία. Ταξίδευσε στην Κίνα για αρχαιολογικές έρευνες και έγραψε το έργο Η αρχαιολογική αποστολή στη βόρεια… … Dictionary of Greek